δροσεράδα

δροσεράδα
η
το να είναι κάτι δροσερό, η δροσερότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δροσεράδα — η δροσερότητα, δροσιά …   Dictionary of Greek

  • φρεσκάδα — η 1. η ιδιότητα του φρέσκου (βλ. λ.), του νωπού, η νωπότητα: Φρεσκάδα του ψαριού. 2. δροσερότητα, δροσεράδα: Το δέρμα της έχει φρεσκάδα. 3. δροσερή, ευχάριστη ατμοσφαιρική κατάσταση: Είχε φρεσκάδα στην ακρογιαλιά. 4. πνευματική ευφορία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”